- αποδικάζω
- ἀποδικάζω (Α)αθωώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποδικάσαντα — ἀποδικάζω acquit aor part act neut nom/voc/acc pl ἀποδικάζω acquit aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδικάζων — ἀποδικάζω acquit pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδικάσαι — ἀποδικά̱σᾱͅ , ἀποδικάζω acquit fut part act fem dat sg (doric) ἀποδικάζω acquit aor inf act ἀποδικάσαῑ , ἀποδικάζω acquit aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδικάσας — ἀποδικά̱σᾱς , ἀποδικάζω acquit fut part act fem acc pl (doric) ἀποδικά̱σᾱς , ἀποδικάζω acquit fut part act fem gen sg (doric) ἀποδικάσᾱς , ἀποδικάζω acquit aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάζω — (AM δικάζω) 1. κρίνω, αποφασίζω ως δικαστής ή ένορκος για την ενοχή κάποιου 2. κρίνω ως δικαστής τις διαφορές, αποφασίζω για κάτι που αμφισβητείται 3. εκδίδω καταδικαστική απόφαση, ορίζω ποινή μσν. μέσ. 1. λογομαχώ, διαφωνώ 2. συζητώ 3. σκέφτομαι … Dictionary of Greek